- πυλαιοκοίλος
- -η, -ο, Νφρ. «πυλαιοκοίλη αναστόμωση»ιατρ. η εγχειρητική αποκατάσταση επικοινωνίας μεταξύ πυλαίας και κάτω κοίλης φλέβας ως θεραπευτικού μέσου τής πυλαίας υπέρτασης.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. portocaval anastomosis (< portal «πυλαία» + caval «κοίλος» + αναστόμωση)].
Dictionary of Greek. 2013.